λυκειάρχης

λυκειάρχης
ο
θηλ. -ισσα ο διευθυντής του λυκείου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λυκειάρχης — ο 1. διευθυντής λυκείου ή αυτός που εκτελεί χρέη διευθυντή 2. ιδιοκτήτης ιδιωτικού λυκείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λύκειο + άρχης(< ἄρχω). Η λ., στον λόγιο τ. πληθ. Λυκειάρχαι, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • -άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… …   Dictionary of Greek

  • Βαρέλης, Φώτης — (Σάλακας Ρόδου 1911 –). Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στο Διδασκαλείο και στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως δάσκαλος (1932 33) και στη συνέχεια ως καθηγητής φιλόλογος, γυμνασιάρχης και λυκειάρχης… …   Dictionary of Greek

  • Ευστρατιάδης, Αυρήλιος — (Θεσσαλονίκη 1926 –). Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μετεκπαιδεύθηκε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως καθηγητής σε σχολεία της δευτεροβάθμιας… …   Dictionary of Greek

  • Καρβέλης, Τάκης — (Αιτωλικό 1925 –). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης. Σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (καθηγητής, γυμνασιάρχης,… …   Dictionary of Greek

  • Κυριακίδης, Ρένος — (Κακοπετριά Κύπρου 1931 –). Κύπριος φυσικός και συγγραφέας. Σπούδασε στο φυσιογνωστικό τμήμα της φυσικομαθηματικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο ινστιτούτο παιδαγωγικών του πανεπιστημίου Σαουθάμπτον της Βρετανίας ως… …   Dictionary of Greek

  • επιβάλλω — επίβαλα και επέβαλα, επιβλήθηκα, επι(βε)βλημένος 1. μτβ., διατάζω, αναγκάζω: Επιβάλλω σιωπή. 2. μτβ., ορίζω (ποινή, πρόστιμο, τιμωρία): Το κράτος επέβαλε νέους φόρους. 3. το μέσ., επιβάλλομαι κατορθώνω να με υπακούουν, να με σέβονται, έχω επιβολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”